στο λεξικό PONS
ˈori·gin coun·try ΟΥΣ
- origin country
-
sin·gle-ˈori·gin ΕΠΊΘ
cer·tifi·cate of ˈori·gin ΟΥΣ (invoice)
- certificate of origin
-
-
- origin
-
- origin
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
origin country ΟΥΣ handel
- origin country
- Ursprungsland ουδ
certificate of origin ΟΥΣ handel
-
- Ursprungszeugnis ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
country of origin [ˌkʌntriɒvˈɒrɪdʒɪn] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
origin of replication (ori) ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
origin and destination survey, origin-destination study, O-D study ΔΗΜΟΣΚ
-
- origin-destination study
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.