στο λεξικό PONS
ori·gin [ˈɒrɪʤɪn, αμερικ ˈɔ:rə-] ΟΥΣ
1. origin (beginning, source):
2. origin:
3. origin ΜΑΘ:
ˈori·gin coun·try ΟΥΣ
sin·gle-ˈori·gin ΕΠΊΘ
cer·tifi·cate of ˈori·gin ΟΥΣ (invoice)
-
- origins πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
origin country ΟΥΣ handel
certificate of origin ΟΥΣ handel
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
country of origin [ˌkʌntriɒvˈɒrɪdʒɪn] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
origin of replication (ori) ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
origin and destination survey, origin-destination study, O-D study ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.