στο λεξικό PONS
I. liv·ing [ˈlɪvɪŋ] ΟΥΣ
II. liv·ing [ˈlɪvɪŋ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
clean-ˈliv·ing [ˌkli:nˈlɪvɪŋ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- clean-living
-
liv·ing ˈwill ΟΥΣ ΝΟΜ
- living will
- ≈ Patientenverfügung θηλ
liv·ing ˈwage ΟΥΣ no pl
- living wage
-
ˈliv·ing room ΟΥΣ
- living room
-
living environment ΟΥΣ
- living environment
- Lebensumfeld ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cost of living ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
go live ΡΉΜΑ αμετάβ IT
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
living standard, standard of living ΟΥΣ
- living standard
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.