στο λεξικό PONS
I. death [deθ] ΟΥΣ
II. death [deθ] ΟΥΣ modifier
death (march, rattle):
- death
-
- death benefit
-
ˈdeath threat ΟΥΣ
- death threat
-
ˈdeath rate ΟΥΣ
- death rate
-
ˈdeath toll ΟΥΣ
- death toll
-
ˈdeath grant ΟΥΣ βρετ
- death grant
-
ˈdeath tax ΟΥΣ αμερικ
- death tax
- Erbschaftssteuer θηλ
ˈcot death ΟΥΣ βρετ
- cot death
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
death benefit ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- death benefit
- Sterbegeld ουδ
death tax ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- death tax
- Erbschaftssteuer θηλ
death duty ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- death duty
- Erbschaftssteuer θηλ
death risk insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
death in service phrase ΑΣΦΆΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
death rate ΟΥΣ
- death rate
-
cause of death ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.