be·denk·lich ΕΠΊΘ
1. bedenklich (fragwürdig):
- bedenklich
-
- bedenklich
-
2. bedenklich (Besorgnis erregend):
-
- bedenklich
-
- bedenklich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.