στο λεξικό PONS
threat [θret] ΟΥΣ
1. threat (warning):
2. threat ΝΟΜ (menace):
- threat
-
- threat of [legal] proceedings
- Klagedrohung θηλ
3. threat no pl (potential danger):
- threat
-
- threat
-
ˈdeath threat ΟΥΣ
- death threat
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inflationary threat ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- inflationary threat
- Inflationsgefahr θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.