Kri·tik <-, -en> [kriˈti:k] ΟΥΣ θηλ
1. Kritik kein πλ (Urteil):
2. Kritik (Beurteilung):
3. Kritik ΜΜΕ (Rezension):
- Kritik
-
- gepfeffert Kritik
-
- gepfeffert Kritik
-
- gepfeffert Kritik
-
- Adäquatheit Kritik
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.