στο λεξικό PONS
healthy [ˈhelθi] ΕΠΊΘ
1. healthy:
2. healthy ΧΡΗΜΑΤΟΠ (strong, satisfactory):
- healthy
- gesund <gesünder, am gesündesten>
3. healthy:
-
- healthy
-
- healthy
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.