στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
healthy [βρετ ˈhɛlθi, αμερικ ˈhɛlθi] ΕΠΊΘ
- healthy person, animal, plant, skin, hair, lifestyle, diet, menu
-
- healthy air
-
- healthy exercise
-
- healthy crop
-
- healthy finances, position
-
- healthy competition
-
- healthy profit
-
- (a) healthy scepticism
-
- externally calm, healthy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- a healthy complexion