στο λεξικό PONS
ap·pe·tite [ˈæpɪtaɪt, αμερικ -pə-] ΟΥΣ
ap·pe·tite sup·ˈpres·sant ΟΥΣ
- appetite suppressant
-
- appetite suppressant
-
- appetite suppressant
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risk appetite ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- risk appetite
- Risikoakzeptanz θηλ
appetite for risk ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Risikoneigung θηλ
-
- risk appetite
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.