στο λεξικό PONS
at·ti·tude [ˈætɪtju:d, αμερικ ˈæt̬ətu:d, also -tju:d] ΟΥΣ
1. attitude (way of thinking):
- attitude
-
- attitude
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risk attitude ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- risk attitude
-
wait-and-see attitude ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Attentismus αρσ
-
- risk attitude
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.