στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
beneficial interest ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- beneficial interest
- Nießbrauch αρσ
beneficial ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- beneficial ownership
-
-
- beneficial ownership
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
ecologically beneficial, environment saving ΕΠΊΘ
- ecologically beneficial
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.