στο λεξικό PONS
Nut·zungs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
- Nutzungsrecht ΝΟΜ
-
- Nutzungsrecht ΝΟΜ
-
- alleiniges/gemeinsames Nutzungsrecht
-
- vertragliches Nutzungsrecht
-
- nicht mehr vorhandenes Nutzungsrecht
-
- Nutzungsrecht auf Lebenszeit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Nutzungsrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- alleiniges/gemeinsames Nutzungsrecht
- vertragliches Nutzungsrecht
- nicht mehr vorhandenes Nutzungsrecht
- Nutzungsrecht auf Lebenszeit