στο λεξικό PONS
ben·efi·cial [ˌbenɪˈfɪʃəl] ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ
own·er·ship [ˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˈoʊnɚ-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
beneficial ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
ownership ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.