στο λεξικό PONS
öf·fent·lich-recht·lich ΕΠΊΘ προσδιορ ΝΟΜ
I. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΘ
II. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentlich gezeichnet ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
öffentlich-rechtlich ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
öffentlich-rechtliches Kreditinstitut ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
öffentlich geförderter Exportkredit ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
öffentlich verbürgte Schuldverschreibung ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
öffentlich garantierte handelsbezogene Forderung ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
öffentlich-rechtliches Sonderkreditinstitut ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.