I. ge·richt·lich ΕΠΊΘ προσδιορ
II. ge·richt·lich ΕΠΊΡΡ
- gerichtlich
-
- erzwingbar gerichtlich
-
- gerichtlich verfolgbar
-
- gerichtlich bestellte Vormundschaft
-
-
- gerichtlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- einen Rechtsanspruch gerichtlich durchsetzen
- gerichtlich/öffentlich bestellter Sachverständige
- gerichtlich bestellte Vormundschaft