στο λεξικό PONS
Kon·kurs·ver·wal·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
- Konkursverwalter(in) απαρχ
-
- bankruptcy trustee ΝΟΜ
- Konkursverwalter(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
- bankruptcy trustee ΝΟΜ
- Konkursverwalter(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Konkursverwalter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Konkursverwalter(in)
-
-
- Konkursverwalter(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.