στο λεξικό PONS
Sach·ver·stän·di·ge(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
- Sachverständige(r) (für Versicherung)
-
- Sachverständige(r) (für Versicherung)
-
- gerichtlich/öffentlich bestellter Sachverständige
-
- sachverständige Begutachtung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.