στο λεξικό PONS
ad·just·er [əˈʤʌstəʳ, αμερικ ɚ] ΟΥΣ
1. adjuster (person):
- adjuster
-
2. adjuster (device):
- adjuster
-
3. adjuster (chemical):
- adjuster
- Aufbereiter αρσ
ˈav·er·age ad·just·er ΟΥΣ
- average adjuster
-
ˈquan·tity ad·just·er ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
- quantity adjuster
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
quantity adjuster ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- quantity adjuster (Marktfaktor, der das Gleichgewicht durch Anpassung der Menge erreicht)
- Mengenanpasser αρσ
-
- quantity adjuster
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.