στο λεξικό PONS
as·ses·sor [əˈsesəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. assessor (insurance, tax):
2. assessor (legal advisor):
- assessor
-
3. assessor (for insurance):
- assessor
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
assessor ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- assessor
-
assessor ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- assessor (Sachverständiger für die Bewertung von Grundstücken)
- Taxator αρσ
-
- assessor
-
- assessor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.