στο λεξικό PONS
ˈas·set-backed ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
asset-backed se·ˈcu·rities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
forderungsbesichert ΕΠΊΘ
- forderungsbesichert ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Asset Backed Securities ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ABS ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
ABS-Anleihen ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Asset-Backed-Securities-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ABS-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Asset-Backed-Securities-Programm ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
asset-backed securities ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
asset-backed securities deal ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
asset-backed securities programme ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.