στο λεξικό PONS
pro·cedure [prə(ʊ)ˈsi:ʤəʳ, αμερικ prəˈsi:ʤɚ] ΟΥΣ
1. procedure (particular course of action):
3. procedure ΝΟΜ:
as·sess·ment [əˈsesmənt] ΟΥΣ
1. assessment of damage:
2. assessment (evaluation):
3. assessment (taxation):
4. assessment (judgement):
- assessment ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
-
- ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ staff assessment
-
assessment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
assessment procedure ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.