στο λεξικό PONS
Be·ur·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beurteilung (das Beurteilen):
- Beurteilung
-
2. Beurteilung:
- Beurteilung (Einschätzung)
-
3. Beurteilung (schriftliches Urteil):
4. Beurteilung ΝΟΜ:
- Beurteilung
-
- Beurteilung (Bewertung)
-
- evaluation of a treatment
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
-
- Beurteilung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- Beurteilung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.