Beurteilung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beurteilung χωρίς πλ (das Beurteilen):
2. Beurteilung (Einschätzung):
3. Beurteilung (schriftliches Urteil):
-  Beurteilung
 -  appréciation θηλ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.