légal(e) <-aux> [legal, o] ΕΠΊΘ
- légal(e)
-
- légal(e) moyens, voies
-
- légal(e) moyens, voies
-
- légal(e) âge
-
- légal(e) cours
-
- texte légal
- Gesetzestext αρσ
-
- Normalzeit θηλ
médicolégalNO(e) <médicolégaux> [medikolegal, o], médico-légalOT ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.