père [pɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. père:
2. père (créateur, fondateur):
II. père [pɛʀ]
beau-père <beaux-pères> [bopɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. beau-père:
- beau-père
- Schwiegervater αρσ
2. beau-père (conjoint de la mère):
- beau-père
- Stiefvater αρσ
arrière-grand-père <arrière-grands-pères> [aʀjɛʀgʀɑ͂pɛʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- Urgroßvater αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.