I. tranquille [tʀɑ͂kil] ΕΠΊΘ
1. tranquille (calme):
2. tranquille (paisible):
- tranquille endroit
-
- tranquille endroit
-
- tranquille voisins
-
- tranquille voisins
-
3. tranquille (↔ stressant):
- tranquille vacances, travail
-
4. tranquille (en paix):
5. tranquille (rassuré):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.