Patron(in) <-s, -e> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Patron ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΌ:
- Patron(in)
- patron(ne) αρσ (θηλ)
2. Patron (Schirmherr):
- Patron(in)
-
3. Patron CH (Arbeitgeber, Hoteldirektor):
- Patron(in)
- patron(ne) αρσ (θηλ)
4. Patron οικ (Mensch):
- ein unangenehmer Patron
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ein unangenehmer Patron