I. protecteur (-trice) [pʀɔtɛktœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
II. protecteur (-trice) [pʀɔtɛktœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. protecteur (défenseur):
- protecteur (-trice)
-
-
- Naturschützer(in)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- dieu protecteur
- film protecteur d'une crème solaire
- saint protecteur/sainte protectrice
- pansement protecteur/provisoire