II. rechtlich ΕΠΊΡΡ
bürgerlich-rechtlich ΕΠΊΘ ΝΟΜ
öffentlich-rechtlich ΕΠΊΘ προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- rechtliche Verpflichtung
- untrennbare rechtliche Einheit
- erstinstanzliche/öffentlich-rechtliche Akte ΝΟΜ
- rechtliche/nachträgliche Unmöglichkeit ΝΟΜ
- öffentlich-rechtliche Körperschaft, Körperschaft des öffentlichen Rechts