στο λεξικό PONS
quali·ta·tive [ˈkwɒlɪtətɪv, αμερικ ˈkwɑ:lɪteɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- qualitative
-
- qualitative
-
- qualitative
-
- qualitative classification
-
- qualitative classification
-
- qualitative difference
-
quali·ta·tive dis·tri·ˈbu·tion ΟΥΣ ΜΑΘ
- qualitative distribution
- qualitative Verteilung ειδικ ορολ
-
- qualitative
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
qualitative ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- qualitative
-
-
- qualitative
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
qualitative appraisal quantitative appraisal ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.