στο λεξικό PONS
ap·prai·sal [əˈpreɪzəl] ΟΥΣ
1. appraisal:
quan·ti·ta·tive [ˈkwɒntɪtətɪv, αμερικ ˈkwɑ:nt̬əteɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ
quali·ta·tive [ˈkwɒlɪtətɪv, αμερικ ˈkwɑ:lɪteɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
qualitative ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
qualitative appraisal quantitative appraisal ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- qualified personnel
 - qualifier
 - qualify
 - qualify as
 - qualify for
 - qualitative appraisal quantitative appraisal
 - qualitative distribution
 - qualitatively
 - quality
 - quality analysis
 - quality approach