στο λεξικό PONS
Schät·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Schätzung kein πλ (wertmäßiges Einschätzen):
2. Schätzung (Anschlag):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Schätzung
- Schätzung
-
-
- Schätzung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.