στο λεξικό PONS
I. grob <gröber, gröbste> [gro:p] ΕΠΊΘ
3. grob (ungefähr):
II. grob <gröber, gröbste> [gro:p] ΕΠΊΡΡ
1. grob (nicht fein):
2. grob (in etwa):
- grobe Pflichtverletzung
-
- grobe Unbilligkeit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
grobe Fahrlässigkeit phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- grobe Fahrlässigkeit
-
-
- grobe Fahrlässigkeit θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- grobe [o. schwere] Fahrlässigkeit
- grobe [o. schwere] Fahrlässigkeit
- eine grobe Nachlässigkeit
- grobe Unbilligkeit