στο λεξικό PONS
I. ab [ap] ΕΠΊΡΡ
1. ab (weg, entfernt):
- ab
-
2. ab (abgetrennt):
3. ab (abgehend):
5. ab (in Befehlen):
- ab
-
II. ab [ap] ΠΡΌΘ +δοτ
1. ab (räumlich):
2. ab (zeitlich):
- ab
-
4. ab:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ab Werk phrase ΕΜΠΌΡ
- ab Werk (Lieferbedingung)
-
-
- ab Werk
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.