στο λεξικό PONS
en·cum·brance [ɪnˈkʌmbrən(t)s, αμερικ enˈ-] ΟΥΣ
1. encumbrance of debts:
2. encumbrance (mortgage):
- encumbrance
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
encumbrance ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- encumbrance (von Grundbesitz)
- Belastung θηλ
encumbrance on real property ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Grundpfandrecht ουδ
certificated encumbrance on real property ΟΥΣ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.