I. en·cyc·li·cal [ɪnˈsɪklɪkəl, αμερικ enˈ-] ΘΡΗΣΚ ΟΥΣ
- encyclical
-
II. en·cyc·li·cal [ɪnˈsɪklɪkəl, αμερικ enˈ-] ΘΡΗΣΚ ΕΠΊΘ
- encyclical
-
-
- encyclical
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.