encyclical [βρετ ɛnˈsɪklɪk(ə)l, ɪnˈsɪklɪk(ə)l, ɛnˈsʌɪk(ə)l, ɪnˈsʌɪk(ə)l, αμερικ ɪnˈsɪklək(ə)l, ɛnˈsɪklək(ə)l] ΟΥΣ ΕΠΊΘ
-  encyclical
 -  encyclique θηλ
 
 
 -  
 -  encyclical
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.