στο λεξικό PONS
Be·las·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Belastung (das Belasten):
- Belastung
-
2. Belastung (Gewicht):
3. Belastung (Anstrengung):
- Belastung
-
4. Belastung (Last):
- Belastung
-
5. Belastung ΟΙΚΟΛ:
- Belastung
- pollution no πλ, no αόρ άρθ
6. Belastung ΝΟΜ:
- Belastung
-
11. Belastung ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- Belastung (Schulden a.)
- encumbrance τυπικ
- Belastung (steuerliche Beanspruchung)
-
-
- Belastung θηλ <-, -en>
-
- Belastung θηλ <-, -en>
-
- Belastung θηλ <-, -en>
-
- Belastung θηλ <-, -en>
-
- Belastung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Belastung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Belastung (Beschuldigung)
-
-
- Belastung θηλ
-
- Belastung θηλ
-
- Belastung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.