στο λεξικό PONS
be·last·bar ΕΠΊΘ
1. belastbar (zu belasten):
2. belastbar μτφ (beanspruchbar):
3. belastbar ΟΙΚΟΛ (mit Schadstoffen zu belasten):
- belastbar
-
4. belastbar ΧΡΗΜΑΤΟΠ (zu überziehen):
belastbar ΕΠΊΘ
- belastbar (Daten: zuverlässig)
-
- belastbar (Daten: zuverlässig)
-
- mit Hypotheken belastbar/belastet
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- belastbar
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.