στο λεξικό PONS
ro·bust [rə(ʊ)ˈbʌst, αμερικ roʊˈ-] ΕΠΊΘ
1. robust (healthy):
2. robust (sturdy):
- robust material
- robust
- robust material
-
3. robust ΟΙΚΟΝ:
4. robust (down-to-earth):
- robust approach, attitude, view
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
robust ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- robust (Aktienkurs: stabil)
-
-
- robust
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.