στο λεξικό PONS
Hy·po·thek <-, -en> [hypoˈte:k] ΟΥΣ θηλ
1. Hypothek (Grundpfandrecht):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hypotheken-Namenspfandbrief ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Hypotheken-Namenspfandbrief
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.