στο λεξικό PONS
re·sili·ent [rɪˈzɪliənt, αμερικ -jənt] ΕΠΊΘ
1. resilient (able to keep shape):
- resilient material
-
2. resilient μτφ (able to survive setbacks):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
resilient ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- resilient (Aktienkurs: stabil)
-
-
- resilient
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.