στο λεξικό PONS
RSI1 [ˌɑ:esˈaɪ, αμερικ ˌɑ:r-] ΟΥΣ
RSI ΙΑΤΡ συντομογραφία: repetitive strain injury
- RSI
-
re·peti·tive ˈstrain in·ju·ry ΟΥΣ no pl, RSI ΟΥΣ no pl, re·peti·tive ˈstress syn·drome ΟΥΣ
-
- RSI-Syndrom ουδ
- RSI
- RSI
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
RSI ΟΥΣ
RSI συντομογραφία: relative strength index ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.