στο λεξικό PONS
I. pri·or1 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΡΡ
II. pri·or1 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. prior (earlier):
2. prior (having priority):
III. pri·or1 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ αμερικ (prior conviction)
- prior
-
pri·or2 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ (of abbey/priory)
- prior
- Prior αρσ <-s, Pri·o̱·ren>
prior sale ΟΥΣ
- Prior(in)
- prior
- Vorbenutzung eines Patents
- prior use
- Voranmelder(in)
-
- Vorbelastung eines Grundstücks
- prior encumbrance
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
prior action ΟΥΣ CTRL
- prior action
- Vorabmaßnahme θηλ
prior debts ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- prior debts
- Altschulden πλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
prior [praɪə]
- prior
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.