στο λεξικό PONS
clois·tered [ˈklɔɪstəd, αμερικ -ɚd] ΕΠΊΘ
2. cloistered:
as·tral ˈbody ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
-
- Astralleib αρσ
as·tral ˈplane ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
-
- Astralzustand αρσ
ca·das·tral [kəˈdæstrəl] ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
an·ces·tral [ænˈsestrəl] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cadastral district ΟΥΣ ΑΚΊΝ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- clockwise
- clockwork
- clod
- clodhopper
- clodhopping
- cloistral
- clomp
- clone
- cloning
- clonk
- close