See·le <-, -n> [ˈze:lə] ΟΥΣ θηλ
1. Seele ΘΡΗΣΚ:
2. Seele ΨΥΧ (Psyche):
- Seele
-
3. Seele (Mensch):
4. Seele (an Waffen):
- Seele
-
5. Seele ΤΕΧΝΟΛ:
- Seele eines Kabels, Seils
-
ιδιωτισμοί:
Teu·fel <-s, -> [tɔyfl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Teufel kein πλ (Satan):
2. Teufel (teuflischer Mensch):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.