στο λεξικό PONS
Ter·min <-s, -e> [tɛrˈmi:n] ΟΥΣ αρσ
1. Termin (verabredeter Zeitpunkt):
2. Termin (festgelegter Zeitpunkt):
3. Termin ΝΟΜ (Verhandlungstermin):
- verschiebbar Termin
-
- Zusammenlegung Termine
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gebrochener Termin phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Rollover-Termin ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Termine zusammenlegen
- Fahrer eines Lieferwagens, der wie ein Verrückter fährt, um seine Termine einzuhalten