στο λεξικό PONS
fäl·lig [ˈfɛlɪç] ΕΠΊΘ
1. fällig (anstehend):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fällig ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- fällig (geschuldet)
-
- fällig (geschuldet)
-
fällig ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- fällig (auszahlbar)
-
- fällig (auszahlbar)
-
-
- fällig
-
- fällig
-
- fällig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.