στο λεξικό PONS
I. each [i:tʃ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. each [i:tʃ] ΑΝΤΩΝ
1. each (every person):
2. each (every thing):
III. each [i:tʃ] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
I. ˈeach-way βρετ ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- each
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- gegeneinander aufrechnen ΛΟΓΙΣΤ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.